ληστεύω

ληστεύω
(AM ληστεύω) [ληστής]
αφαιρώ και οικειοποιούμαι ξένη περιουσία με άσκηση βίας (α. «λήστεψαν πάλι το χρυσοχοείο» β. «ληστεύειν ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. κερδοσκοπώ σε βάρος άλλου, αισχροκερδώ («μάς λήστεψαν στο εστιατόριο»)
μσν.-αρχ.
φρ. «λῃστεύεται ἡ ὁδός» — ο δρόμος κατέχεται ή είναι γεμάτος ληστές
αρχ.
1. ασκώ πειρατεία
2. λεηλατώ, λαφυραγωγώ, διαρπάζω («καὶ φρούριον καταστησάμενοι ἐλῄστευον τὸν ἔπειτα χρόνον τὴν Τροιζηνίαν γῆν», Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λῃστεύω — practise robbery pres subj act 1st sg λῃστεύω practise robbery pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληστεύω — ληστεύω, λήστεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ληστεύω — λήστεψα, ληστεύτηκα, ληστε(υ)μένος 1. αφαιρώ με τη βία ξένη περιουσία: Λήστεψαν το βενζινάδικο που βρίσκεται κοντά στο σπίτι μου. 2. μτφ., αισχροκερδώ υπερβολικά: Μην ψωνίσεις από το μαγαζί του, θα σε ληστέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ληιστεύετε — λῃστεύω practise robbery pres imperat act 2nd pl λῃστεύω practise robbery pres ind act 2nd pl λῃστεύω practise robbery imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστεύεσθε — λῃστεύω practise robbery pres imperat mp 2nd pl λῃστεύω practise robbery pres ind mp 2nd pl λῃστεύω practise robbery imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστεύετε — λῃστεύω practise robbery pres imperat act 2nd pl λῃστεύω practise robbery pres ind act 2nd pl λῃστεύω practise robbery imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστεύσουσι — λῃστεύω practise robbery aor subj act 3rd pl (epic) λῃστεύω practise robbery fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λῃστεύω practise robbery fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστεύσουσιν — λῃστεύω practise robbery aor subj act 3rd pl (epic) λῃστεύω practise robbery fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λῃστεύω practise robbery fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστεύσω — λῃστεύω practise robbery aor subj act 1st sg λῃστεύω practise robbery fut ind act 1st sg λῃστεύω practise robbery aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστεύσῃ — λῃστεύω practise robbery aor subj mid 2nd sg λῃστεύω practise robbery aor subj act 3rd sg λῃστεύω practise robbery fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”